αδελφοποιώ

αδελφοποιώ
ἀδελφοποιῶ (-έω) (Α)
υιοθετώ κάποιον ή κάποια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιὸς < ἀδελφὸς + ποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδελφοποίηση — Το έθιμο της αδελφοποιίας είναι πανάρχαιο. Αναφέρεται ότι το είχαν οι Λυδοί, οι Σκύθες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, αλλά και οι λαοί της Πολυνησίας και της Αφρικής. Στη νεότερη Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιία — η (Μ ἀδελφοποιία) [ἀδελφοποιῶ] σύσταση αδελφικού δεσμού ανάμεσα σε μη συγγενείς με θρησκευτική τελετή ή άλλη διαδικασία με σκοπό την ισόβια αδελφική αγάπη και αλληλοβοήθεια …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιητός — ο (Μ ἀδελφοποιητός) ο αδελφοποιτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”